- μύζων
- μύζωmake the soundpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θησειομύζων — θησειομύζων, ὁ (Α) (σκωπτ. στον Αριστοφ.) ο κατά τα Θησεία, εορτή τού Θησέως, μύζων, δηλ. αυτός που τρώει από τα τρόφιμα τα οποία διανέμονται δωρεάν στους φτωχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησεία «εορτή προς τιμήν τού Θησέως» + μύζω (I) «ρουφώ, πιπιλίζω»] … Dictionary of Greek